Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Φοιτητικά

Παρατηρούσε τους γύρω του ψυχαναγκαστικά, με μια ειλικρινή αηδία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Έβλεπε καλλωπισμένα κορμιά να σέρνονται, σα στερημένα από ζωή, να τρέχουν να προλάβουν να πιάσουν σειρά για καφέ ή τυρόπιτα, να τσακώνονται, να μουρμουρίζουν και να χαζογελάνε σαν ηλίθια. Όλα αυτά του φαίνονταν φρικιαστικά.

"Θα παίξεις ρε μαλάκα ή θα ξημερώσουμε;", του 'πε κάποιος.

Ο Πάνος έριξε τα ζάρια. Τρία και δύο. Μίζερη ζαριά πάλι. "Σκατά", σκέφτηκε. "Σκατά και η ζαριά, σκατά και συ.", συλλογίστηκε ανεβάζοντας το βλέμμα του προς τον αντίπαλό του, που χαμογελούσε χαιρέκακα. "Πουθενά δεν πάω με τέτοιες ζαριές. Χάνω απ' τον μπετόβλακα ρε, κοίτα δω." Θυμωμένες σκέψεις κροτάλιζαν το μυαλό του· έβραζε ολόκληρος. Του Πάνου του άρεσε πολύ να παίζει τάβλι, μα ποτέ δε δεχόταν να χάνει από κατώτερους. Και τους θεωρούσε όλους κατώτερους. Έτρεφε μίσος προς το συμπαίκτη του, μίσος προς την ανθρωπότητα ολόκληρη εκείνη τη στιγμή. Πόσο θα 'θελε να νικούσε, να του 'χε κάνει ένα εννιάπορτο και ν' αστειεύεται με το χαμό του αντιπάλου του, συμπονώντας και παρηγορώντας τον που αποδείχθηκε λιγότερός του. Τώρα όμως ο ίδιος ήταν σ' αυτήν τη θέση και δε μπορούσε να τ' αποδεχθεί. Του 'ρχόταν να τινάξει όλο το τάβλι στον αέρα και ν' αρχίσει να το κοπανάει στο κεφάλι του άλλου, "τον γαμημένο το χοντρό που με κερδίζει κιόλας, γαμώ το κέρατό του", μα δεν το έκανε· αυτά και άλλα συναισθήματα τα κρατούσε κλειδωμένα μέσα του.

"Δε φαίνεσαι πολύ ορεξάτος σήμερα", του 'πε κάποιος άλλος.

Ο Πάνος τον αγριοκοίταξε λοξά. Τα μάτια του γυάλισαν κάπως, με μια παρανοϊκή λάμψη. Πόσο, μα πόσο του την έσπαγε να του το λένε αυτό.  Τα δόντια του σφίγγονταν τόσο από θυμό, που ένιωθε πως η γνάθος του θα σπάσει. Ο άλλος έμεινε με μισάνοιχτο στόμα και τρόμαξε λίγο μπροστά σ' αυτό το απρόσμενο θέαμα που προκάλεσε η κουβέντα του. Στη συνέχεια ο Πάνος πήρε απότομα ένα πιο μειλίχιο βλέμμα κι έβαλε τα γέλια. Ήταν σα να 'θελε να δείξει στον εαυτό του και τους άλλους πως μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο.

"Δε γάμησα χθες, γι' αυτό", είπε. Όλοι γέλασαν και ξεχάστηκαν.

Ξανάριξε τα ζάρια. Πέντε-τρία. Πιο σκατά. Απόσκατα. "Οι χειρότερες ζαριές τις πιο ακατάλληλες στιγμές ρε πούστη", συλλογίστηκε· μια αντιπροσωπευτική συνθήκη ολόκληρης της ζωής του.
Οι άνθρωποι συνέχιζαν να πηγαινοέρχονται απ' το μικρό καφετεριάκι της Φιλοσοφικής. Το βλέμμα του Πάνου καρφώθηκε σε μια κοπέλα με πλούσιο μπούστο. Ήταν ντυμένη πρόστυχα στα μάτια του, με κοντή φούστα, ηλιοκαμένες γάμπες κι ανοιχτή μπλούζα που σχημάτιζε ένα τεράστιο V, αναδεικνύοντας το σμαλτένιο, στητό της στήθος. "Πόσο σκληρά φαίνονται αυτά τα βυζιά", σκέφτηκε. "Πουτανάκι...". Φορούσε κι αυτή allstar, όπως πολλές και πολλοί άλλοι. "Ζώα", είπε ο Πάνος από μέσα του, "Ζώα όλα ίδια. Μόνο για ένα πούτσο είστε."

"Καλό ξεκωλάκι", αναφώνησε κάποιος απ' την παρέα.

"Σίγουρα θα κάνει και γαμώ τα ισπανικά", είπε κάποιος άλλος και γέλασαν όλοι, εκτός απ' τον Πάνο.

"Τι έγινε ρε μαλάκα; Τι έχεις σήμερα, περίοδο;", του 'πε κάποιος.

"Δε ξέρω. Νιώθω να καίγομαι. Δεν είμαι καλά, δεν κοιμήθηκα καλά. Δεν ξέρω.", είπε και του 'ρθε μια επιθυμία να συμπληρώσει "Κι αυτές οι μαλακίες που λέτε για την άλλη που πέρναγε… Εντάξει, δικαίωμα του πώς ντύνεται ο καθένας. Τι είστε, δικαστές;" Δεν ήξερε γιατί τα είπε αυτά, ενώ σκεφτόταν κι αυτός τα εντελώς ίδια με τους άλλους και χειρότερα. Ίσως είχε την ανάγκη να διαφέρει πάλι, να νιώσει ανώτερος και να πουν όλοι "να η φωνή της ελευθεροφροσύνης και της ανεκτικότητας, ενσαρκωμένη στον Πάνο." Πολλές φορές διαφωνούσε απλά για να διαφωνήσει, χωρίς να πιστεύει αυτά που λέει ή χωρίς να ξέρει αν τα πιστεύει. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξεχωρίζει· το αποζητούσε κάπως απεγνωσμένα, θλιβερά θα 'λεγε κανείς. Δεν άντεχε στιγμή να θεωρείται ίδιος με τους άλλους· καιγόταν εσωτερικά και σιχαινόταν τον εαυτό του. Θεωρούσε πως ζει στη ψηλότερη βουνοκορφή κι αγναντεύει τους πάντες από κει πάνω σα μυρμήγκια. Κι ας ήταν ακριβώς όμοιος μαζί τους, ολόιδιος. Η ουσία σήμερα εξάλλου είναι το τι πιστεύεις ή λες πως είσαι κι όχι το τι είσαι στ' αλήθεια.

"Εντάξει, αυτή το παράκανε. Είναι ολοφάνερο πως ψάχνει να τον φάει." Είπε μια σκιαγμένη φωνή από την ανήλιαγη γωνιά του τραπεζιού. Όλοι μειδίασαν πονηρά και τα μάτια τους έλαμψαν.

"Κανά ντεπόν πήρες;", είπε κάποιος στον Πάνο.

"Πήρα αλλά αρχίδια. Δε ξέρω. Μάλλον θα την κάνω για σπίτι."

"Κάτσε να παίξουμε άλλο ένα ρε συ."

"Βαριέμαι."

"Γιατί δεν πας στην Βίκυ που 'ναι εδώ δίπλα, να ξαπλώσεις εκεί;" Η Βίκυ ήταν η κοπέλα του Πάνου. Έμενε Ζωγράφου. Ο Πάνος τα 'χε μαζί της κάπου τρία χρόνια, αλλά δεν ήταν κι ιδιαίτερα ενθουσιασμένος μ' αυτό. Τις περισσότερες ώρες του περνούσε αδιάφορη. Άλλες προτιμούσε να κάθεται σπίτι και να τον παίζει, αντί να πηγαίνει μια βόλτα ή να κάνει οτιδήποτε μαζί της. Ειδικά τις μέρες που 'χε περίοδο.

"Η Βίκυ αυτοκτόνησε.", είπε ο Πάνος κοφτά, σα μηχάνημα. Όλοι μείνανε κόκαλο. Στη συνέχεια έβαλαν τα γέλια.

"Ξεκόλλα ρε μαλάκα, μας ψάρωσες στεγνά."

"Αλήθεια είναι", είπε ο Πάνος.

Τα γέλια σταμάτησαν. Όλοι κοίταζαν ο ένας τον άλλον αποσβολωμένοι, έχοντας παγώσει, μην έχοντας κάτι να πουν. Ο Πάνος μάζεψε τα πούλια κι έκλεισε το τάβλι δίχως να τους ρίξει βλέμμα. Στη συνέχεια πήρε τα τσιγάρα του απ' το τραπέζι και σηκώθηκε.

"Λοιπόν, την κάνω. Τα λέμε." Κι έφυγε προς τις σκάλες, περπατώντας βαριά και συρτά, σαν πτώμα που το κινούσαν με το ζόρι νήματα μαριονέτας.

"Ρε σοβαρολογεί;", είπε κάποιος από την παρέα.

"Μαλάκα ή ήπιε κανά μπάφο χθες ή έχασε το μυαλό του. Είναι δυνατόν να 'γινε κάτι τέτοιο και να 'ναι τόσο χαλαρός;", ξεφώνισε με καρτουνίστικη φωνή κάποιος μπόγος με μεγάλο κεφάλι κι αρχή καράφλας, μάλλον περισσότερο για να πετάξει μια κοινότοπη μαλακία, παρά γιατί πίστευε αυτό που έλεγε. Αν τον ρωτούσες μετά από 'να λεπτό σίγουρα δε θα θυμόταν τι είπε.

"Ρε ίσως τα ΄χει παίξει. Δεν είδατε πώς ήτανε σα ζόμπι; Ίσως δε ξέρει πώς να το χειριστεί.", είπε ο ψυχολόγος της παρέας.

Όλοι τρόμαξαν στο ενδεχόμενο να χρειάζεται να πάει κάποιος πίσω του ή ν' ανησυχήσουν γι' αυτόν. Ήταν ακόμη πρωί και βαριόντουσαν τόσο πολύ. Η αλήθεια είναι πως συνήθως οι ανθρωπιστικές μας πεποιθήσεις εξανεμίζονται σα σκόνη μπροστά στη σιδερένια μπότα της πραγματικότητας· ή ίσως ήταν πάντοτε φτιαγμένες από σκόνη. Σίγουρα πάντως προτιμάμε να κρύβουμε τις πιθανές υποχρεώσεις πίσω απ' τη σκοτεινή κουρτίνα του ασυνειδήτου, πείθοντας τους εαυτούς μας πως δε θα 'ναι κάτι σοβαρό που χρειάζεται την προσοχή μας. Όταν βέβαια τελειώσουμε με τις άλλες, σοβαρές υποχρεώσεις μας, ίσως μας πιάσει λίγο το ανθρωπιστικό και πάρουμε ένα τηλέφωνο ή πάμε απ' το σπίτι του άλλου, για να νιώσουμε αυτό το μεθυστικό συναίσθημα αυταρέσκειας του να βοηθάμε κάποιον στη δύσκολη και να καθησυχαστούμε πως κάναμε το καθήκον μας. Έτσι νιώθουμε λίγο παραπάνω καλύτεροι άνθρωποι κι αλληλέγγυοι στον πόνο του άλλου, τον οποίο ίσως ποτέ δεν ψηλαφήσαμε καν ή δε μπήκαμε απαρχής στην προσπάθεια να καταλάβουμε. Η ζωή θα 'ταν τόσο πιο περίπλοκη αν δε στρεφόταν γύρω από αποκομμένες ατομικότητες με καθορισμένους δρόμους, που τέμνονται περιστασιακά και για τα πιο τετριμμένα πράγματα. Ο στόχος των ημερών μας είναι η ατομική επιτυχία, μιας κι αυτό σύμφωνα με τα κοινωνικά ιδεώδη αντανακλά την ευτυχία μας· μα ο δρόμος προς τα κει αναγκαστικά είναι στρωμένος με πολλές εμβόλιμες δόσεις μονωμένης ματαιοδοξίας. Άλλωστε ποιος θα μας κατηγορήσει που επιβιώνουμε στην κοινωνία που έτυχε να γεννηθούμε; Δεν είναι δικό μας κρίμα το που πέσαμε, κι ήδη είμαστε παραπάνω ανθρωπιστές απ' ό,τι το σύστημα μας έκανε, αφού θα μπορούσαμε να ξεσκίζουμε ο ένας τα σωθικά του άλλου. Αυτό κάνουμε δηλαδή, αλλά τουλάχιστον το κάνουμε πολιτισμένα. Σκεφτείτε να κυνηγιόμασταν με τσεκούρια μέσα στη Φιλοσοφική να πάρουμε ο ένας το σκαλπ του άλλου για καλύτερους βαθμούς! Ωιμέ! Θα 'ταν πράγματι φριχτό! Ευτυχώς που η τράπουλα έχει μοιραστεί έτσι απ' το καζίνο, ώστε ο κάθε παίχτης να ΄χει ελεύθερο μεγάλο πεδίο κινήσεων· πάντοτε μέσα στο πλαίσιο του παιχνιδιού βέβαια. Η ελευθερία είναι το παν άλλωστε! Και δεν είναι δική μας ευθύνη το πώς καταλήγουν οι άλλοι· είναι στο δικό τους πλαίσιο ή πλαισιάκι ελευθερίας να πράξουν αλλιώς. Κι εμείς όπως είπαμε είμαστε ήδη παραπάνω ανθρωπιστές απ' ό,τι μας απαιτείται. Μην το παραγαμήσουμε όμως. Αύριο θα πρέπει να ζήσω την οικογένεια μου κι εσύ τη δική σου. Ας το 'χουμε από τώρα κατά νου κι ας χαμογελάμε, προς το παρόν, γλαφυρά στο ενδεχόμενο της προσωρινής μας συνθήκης ειρήνης· ας πίνουμε στην υγειά της συμφιλίωσης στο πλαίσιο που μας επιτρέπει να χαμογελάμε και να 'μαστε ξέγνοιαστοι, έχοντας φυσικά πάντοτε όλα αυτά στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Δεν είμαστε και κορόιδα.

***

"Ποιος είναι για ταβλάκι;"

"Εγώ, έλα στήσε."

"Τι έχουμε τώρα ρε μαλάκες, αρχαία ιστορία;"

"Ναι γάμησε τα. Έχε χάρη που 'χω κοπεί τρεις φορές, αλλιώς θα την πιστόλιαζα."

"Είναι πολύ βαρετή ρε μαλάκα. Αλλά αυτά που λέει η καριόλα δεν υπάρχουν στο βιβλίο. Και κανένα μουνόπανο δε δίνει καλές σημειώσεις. Ούτε η δαπ δεν έχει γι' αυτό το μάθημα, απίστευτο! Άντε να το περάσουμε με κανά πέντε Θεούλη μου και να πά να γαμηθεί."

Ρούφηξαν όλοι από μια τζούρα καφέ. Μετά πήγαν στο μάθημα, αλλά βαρέθηκαν κι έφυγαν στη μέση. Έφαγαν μεσημεριανό στο εστιατόριο και τράβηξε ο καθένας προς το σπίτι του. Ο μπόγος με την αρχή καράφλας έκοψε στον ηλεκτρικό ένα "ωραίο μουνάκι" και διακριτικά χώθηκε δίπλα του στην αναμπουμπούλα όταν έφτασε το τραίνο. Αυτή θα 'ταν δε θα 'ταν δεκάξι χρονώ. Προσπαθούσε σε κάθε στάση να κάνει πως πέφτουν τυχαία τα χέρια του πάνω στον κώλο της, "ήταν που ΄ταν στριμωχτά, δε θα μπορούσε να πει κάτι", σκεφτόταν. Ξερόγλειφε τα χείλια του κάθε φορά π' άγγιζε λίγο ψαχνό και τα μάτια του σπινθίριζαν από 'να σιχαμένο, λάγνο βλέμμα που θα 'φερνε εμετό σ' όποιον το αντίκριζε. Κάποιος άλλος πιο δίπλα έκανε το ίδιο με μια άλλη πιτσιρίκα κι οι δυο τους συναντήθηκαν αμέσως στα βλέμματα, συνεννοήθηκαν απόλυτα. Αντάλλαζαν κρυφές ματιές και γελούσαν πνιχτά μ' ένα μοχθηρό, ενοχικό χαμόγελο, σα να 'χαν κάποια μυστική επικοινωνία ή σαν αυτό που έκαναν να τους πρόσφερε τόση απόλαυση, που όμοια της δεν υπήρχε. Ήταν πράγματι ευτυχισμένοι εκείνα τα λίγα λεπτά. Μέχρι να κατέβουν δηλαδή τα κορίτσια και να χωρίσουν απ' το τραίνο, γιατί τότε η ευτυχία τους θα γινόταν καπνός και θα 'μεναν πάλι στεγνοί σαν κάκτοι στην έρημο με τα κογιότ. Έδιωχναν απ' το μυαλό τους αυτό το ενδεχόμενο που τους τρομοκρατούσε και προτιμούσαν να ζουν μ' όλο τους το είναι την όμορφη αυτή, παραδεισένια στιγμή. Άλλωστε το να επικοινωνείς με κάποιον ουσιαστικά είναι εξαιρετικά σπάνιο στις μέρες μας.

Ξαφνικά το τραίνο σταμάτησε. Επικράτησε ελαφρά σύγχυση. Εκεί ο μπόγος βρήκε ευκαιρίες να χουφτώσει ακόμη περισσότερο· ήταν όμως τόσο λάγνος κι απρόσεχτος που το κορίτσι τον πήρε χαμπάρι, τον κοίταξε περιφρονητικά και πήγε πιο πέρα στο βαγόνι για ν' αποφύγει τις αχόρταγες δαγκάνες του έκφυλου αστακού. Ο μπόγος θύμωσε πολύ μ' αυτήν την κίνηση, γιατί ήξερε κατά βάθος πως δεν της στοίχιζε και τίποτα το να την χαϊδεύει λίγο μέσα στο τραίνο ένας άγνωστος τύπος. Συμβαίνει συνέχεια ούτως ή άλλως. Τώρα όμως του πήρε τη χαρά κι ήταν σαν το μωρό που του πήραν το γλειφιτζούρι απ' τα χέρια. Σκεφτόταν πως αν ήταν κάπου μόνοι τους, χωρίς πιθανότητα να πιαστεί, σίγουρα θα την βίαζε ή θα την χτυπούσε με μανία μέχρι να τη σκοτώσει.
Ο σύντροφος του αντιθέτως είχε παίξει πιο έξυπνα το παιχνίδι και κατείχε ακόμη το βραβείο του, που ανά διαστήματα του ΄βαζε και λίγο χέρι. Εκείνο το κακόμοιρο κορίτσι εμπρός του, φαινόταν εντελώς χαμένο στις σκέψεις του, έτσι δεν καταλάβαινε ποιος την ακουμπούσε και γιατί, υπέθετε πως θα 'ταν απλώς απ' το στρίμωγμα· ιδανικό θύμα για τέτοιες καταστάσεις. Ο μπόγος άρχισε να φουντώνει από μίσος και ζήλια για το σύντροφό του που βίωνε ακόμα την εύχαρη ηδονή ενώ αυτός όχι· έτσι η δυνατή τους φιλία έσπασε και δεν ξαναενδιαφέρθηκαν ο ένας για την ύπαρξη του άλλου ποτέ πια. Μετά από χρόνια μόνο ο μπόγος θυμήθηκε αυτό το περιστατικό και το αναπόλησε με κάποια λευκή νοσταλγία. Τα επακόλουθα τον είχαν κάνει να το ξεχάσει.


Το τραίνο παρέμενε ακόμα σταματημένο και γύρω ακούγονταν διάφορα ξεφυσήματα, λίγα ανάθεμα και μερικές χριστοπαναγίες, όλα στα ψιθυριστά βέβαια. Η μόνη φωνή που ακουγόταν δυνατά ανάμεσα στα ζώντα πτώματα ήταν ενός ταλαίπωρου τυπάκου που πουλούσε χαρτομάντηλα, μα κανείς δεν του ΄δινε οποιαδήποτε σημασία. Ξαφνικά ακούστηκε ένα χράτσα-χρούτσα απ' τα μεγάφωνα, ακολουθούμενο από μια βραχνή, στεντόρεια φωνή: "Μας συγχωρείτε για την καθυστέρηση, αλλά άλλη μία αυτοκτονία σημειώθηκε πριν από λίγο στις ράγες του σταθμού Βικτώρια. Αναμένουμε έως ότου οι αρχές αποκολλήσουν το σώμα που βρίσκεται κάτω από τις ρόδες του επόμενου τραίνου, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει απροσκόπτως το δρομολόγιο του." Κάποια κοφτή παγωμάρα τους διαπέρασε όλους σαν μικρή λεπίδα ξυρίσματος που γρήγορα έδωσε τη θέση της σε μια έντονη σιχασιά. "Μα ήταν ανάγκη να 'ναι τόσο αναλυτικός;", σκέφτονταν πολλοί. Κάποιοι έβγαλαν μικρά επιφωνήματα φρίκης και θαυμασμού, ενώ μια κυρία έκανε τρεις φορές το σταυρό της και συνέχισε να λύνει σταυρόλεξα. Ο μπόγος είχε αποθέσει τελείως τα μάτια του πάνω στη δεκαεξάχρονη, παρατηρώντας τη εκστασιασμένος να παίζει με το μαλλί ή να καθαρίζει τη μύτη της· δεν πολυάκουγε τι λεγόταν απ' τα ηχεία. "Μην ανησυχείτε. Σε πολύ λίγο θα ξεκινήσουμε. Τώρα μαζεύουν το πτώμα.", συμπλήρωσε η βροντερή φωνή που φαινόταν να διασκεδάζει κάπως με τις εκφωνήσεις. Το πτώμα ήταν ο Πάνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου