Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Θάνατος

Έτσι τη βλέπουμε κάποιοι τη ζωή

Έρμαια θανάτου,
μετράμε της αβύσσου μας τη ριξιά.
Τραγικά γελάμε,
τίποτα δεν μας ξυπνά,
τη ζωή μας σαν πονάμε,
που κουβαλάμε δίχως πάθος
να νιώθουμε
κανένα.

Άχθος κι ίλιγγος μόνο, 
απ' όλα αυτά που μας φορτώνουν
δίχως να μας ρωτάνε.

-Κάποτε βρίσκουμε παιχνίδια να σκοτώνουμε την πλήξη μας-

την ώρα μας σκορπάμε
ρόλους αλλάζουμε, χαμογελάμε 
και μας νομίζουμε αιώνιους.

Μα ο θάνατος δε γελιέται από ιδανικά.
Παντού παραφυλά.
Την πιο αδύναμη στιγμή μας, τη διψάει,
Να συρθούμε χάμου, να ξεψυχήσουμε ζητάει,
Και τότε ανήλεα μας χτυπάει.
Πληγή βαθιά σαν φέρουμε,
καταδίκη θανατική, που με τα χάδια τα εγκόσμια
δεν περνάει.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Η μόνη ωραία σου σκέψη

Γιατί αυτή τον εσημάδεψε, όπως καμία άλλη

Χανόταν μέσ' τα όνειρά του για κείνη· για κείνη, που με στάλες ολοδρόσιστες και γαλανές, του πότιζε τη ψυχή, κρατώντάς τη ζωντανή· σαν τ' αγριολούλουδο, που παρά τ' αγκάθιά του, ήθελε τον ήλιο του για ν' ανθίσει.

Το φως εκατό ήλιων έζησε, κι όμως δεν ήτανε σα το δικό της· του μονάκριβού του φωτεινού αστεριού, που με τις ηλιαχτίδες του λαμπάδιαζε το δικό του σύμπαν. Αυτή, μόνο, μπορούσε να τον θαμπώσει. Το βλέμμα της, χίλιες φωτιές ανέδιδε, απ' τα κατάμαυρα της, τα φλογερά τα μάτια· όλο παράπονο για ένα μέλλον που δεν θα ζούσανε μαζί με τα δικά του. Το ήξερε στο βάθος της· κι ας μην ήθελε κάποτε να το πιστέψει.

Το πρόσωπό της γλαφυρό, σχημάτιζε λακκάκια όταν γέλαγε και πάνω τους γλίστραγαν τ' αστέρια που του χάριζε απλόχερα. φωτεινό κι ονειρεμένο μέστο θόλος που το περιέβαλε, κάποτε σκοτείνιαζε· χανόταν· πορευόταν μόνο του σε μέρη άλλα απ' τα επίγεια, που δεν μπορούσες ν' ακολουθήσεις. Ένα όνειρο μέσα σε όνειρο, μια άπιαστη και μαγική μορφή. Γιατί μια θολή ανάμνηση είναι όλα, κι όταν τα ζεις κι όταν τα σκέφτεσαι, ένα ιδανικό κι απατηλό συνάμα βίωμα, που μ' αυτό πορεύεσαι και συλλογιέσαι· πόσο ωραία είναι η σκέψη αυτή πράγματι. Η μόνη ωραία σου σκέψη.


Χίλιες φορές ευχήθηκα για 'να χάδι της. Μόνο ένα. Χίλιες φορές πήρα αλλονών τα χάδια. Κανένα δεν ήτανε σαν το δικό της, εκείνης της κοψιάς της τρομερής, που ξεσήκωνε με ρίγη τη ψυχή μου. Όλα κενά, ελαφρά κι ενίοτε οχληρά. Ο έρωτας, που για κείνη έχτισε τη φωλιά του βαθιά μέσα μου· και δεν δέχεται πάνω, στο βασιλικό θώκο από σύννεφα που της έταξε, άλλες ερωμένες. Είναι σκληρός· πονάει, μα αυτός είναι. Αληθινός μέσα στη γύμνιά του. Μοναδικός μόνο για κείνη.