Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Τρεις φίλοι

Τρεις φίλοι, ο Ορέστης, ο Αλέξης και η Μαρίνα, η ξαδέλφη του Ορέστη, πήγαν διακοπές σ’ ένα νησί. Μετά από ένα πανέμορφο, ηλιόλουστο μεσημέρι, αφού έφαγαν σ’ ένα μικρό ταβερνάκι μιας λίγο περίεργης μα καλοσυνάτης γριάς, σ’ ένα απόμερο, γραφικό χωριό με κάπως παράξενους, σκιώδεις μα ανάλαφρους κατοίκους, βρέθηκαν ο καθένας σ’ αυτήν την κατάσταση, σαν σε όνειρο μα ξυπνητοί, δίχως να ‘χουν καταλάβει το πώς ή το γιατί.

Ο Ορέστης έξω από το χωριό, να περπατάει με το σακίδιό του προς κάπου που δε γνώριζε, μονάχα ένιωθε μια απέραντη ξηρασία σαν σε έρημο, σ’ ένα στεγνό ορίζοντα που φάνταζε απέραντος. Σκούπισε τον ιδρώτα από το κούτελό του, κοίταξε πίσω του κι ο ορίζοντας εκτεινόταν αχανής, καλυμμένος από μια μεγάλη ωχροκίτρινη σκόνη, που το χωριό ή οτιδήποτε άλλο δε φαινόταν. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν και ποτέ έξω απ’ το χωριό. Συνέχισε να περπατά.

Ο Αλέξης ήταν σ’ ένα παράξενο τροπικό περιβάλλον, πάνω από μια παραλία· άκουγε το φλοίσβο της θάλασσας, μα μπροστά του απλώνονταν κάτι περίτεχνοι, σκαλιστοί, στροβιλισμένοι βράχοι. Πλησίασε κι ένιωσε αδύναμος, καθώς οι βράχοι μεγάλωναν και μπερδεύονταν όλο και περισσότερο όσο τους προσέγγιζε. Κάπου διέκρινε μια επιγραφή, με μεγάλα κόκκινα σκαλίσματα «Απαγορεύεται η είσοδος αν δεν προειδοποιήσεις τους άλλους για τον κίνδυνο». Έκανε φριχτή, αφόρητη ζέστη· ο ήχος των κυμάτων κι η μυρωδιά της αλμύρας πέρα απ’ τα βράχια βασάνιζαν αφόρητα τον Αλέξη. Ξαφνικά άκουσε κάτι σα μηχανή· ο Αλέξης γύρισε κι είδε πράγματι, μια μοτοκρός μηχανή που ‘κάνε μπάντες στο ξερό, καστανόξανθο χώμα· ο καβαλάρης της ήταν ντυμένος μ’ ολόσωμη πολύχρωμη αγωνιστική στολή και φορούσε άσπρο κράνος, πιτσιλωτό με κόκκινες και μπλε πινελιές. Η μηχανή κατευθυνόταν με φόρα προς τα βράχια, κι ο Αλέξης ένιωθε σαν ο αναβάτης να τον κοίταζε στα μάτια, πράγμα αδύνατο μιας κι έβλεπε μόνο την ασημένια αντανάκλαση του θολωτού του κράνους. Εκεί που φαινόταν πως θα ‘σκαγε στα στροβιλώδη βράχια, η μηχανή τα σκαρφάλωσε και χάθηκε στους στροβίλους τους.

Η Μαρίνα βρέθηκε γυμνή κάτω από κάποιες ανθισμένες μηλιές σε μια κατάσταση ονειρική που τη μεθούσε. Αφέθηκε στη μυρωδιά της χλόης και του εξαγνισμένου αιθέρα. Άρχισε να γελά σαν παιδάκι, πασαλείβοντας στο σώμα της τη γύρη απ’ τα λουλούδια και χορεύοντας πάνω στο χώμα μαζί με τα πουλιά και τα έντομα που την τριγύριζαν και της τραγουδούσαν. Ξαφνικά ένας σάτυρος ξεπρόβαλλε απ’ τους θάμνους· έβγαλε το φλάουτό του και της τραγούδησε τον πιο όμορφο σκοπό που ‘χαν ποτέ ακούσει τ’ αυτιά της. Απομαγεμένη, του δόθηκε το ίδιο βράδυ κάτω απ’ το φεγγάρι, μα όταν ξύπνησε αυτός είχε φύγει και μόνο το γέλιο του αντηχούσε μέσα απ’ τα φυλλώματα και τις δροσοσταλίδες.

Κάποια στιγμή ο Ορέστης έφτασε σε μια σπηλιά στην έρημο, όπου τον περιποιήθηκε μια ομάδα άγριων· ήταν πάντα χαμογελαστοί κι έμοιαζαν ευτυχισμένοι. Του έδωσαν όλες τις απολαύσεις, έστρωσαν μπροστά του ένα τεράστιο βράχο με κάθε είδους φαγητό· ό,τι ζώο και γλυκό κανείς μπορούσε να φανταστεί βρισκόταν σ’ αυτό το τραπέζι. Αφού έφαγε του σκασμού, οι πανέμορφες νεαρές κόρες του αρχηγού άρχισαν να χορεύουν αισθησιακά μπροστά κι απάνω του, καλώντας τον να τις αγγίξει και να τις χαϊδέψει, βάζοντας οι ίδιες τα χέρια του στους γλουτούς τους, ενώ στη συνέχεια άρχισαν να τον φιλάνε και να τον γλύφουν σ’ όλο του το κορμί κάνοντάς του τον πιο παθιασμένο έρωτα με τον αρχηγό και τους άλλους άγριους να κοιτάνε αμίλητοι, πίνοντας κρασί.

Ο Αλέξης είχε μείνει έκθαμβος με τον καβαλάρη· ξάφνου γύρισε πίσω το κεφάλι κι είδε άλλη μια μηχανή, ίδια μ’ αυτήν που ‘χε δρασκελίσει τα βράχια, να στέκει μόνη λάμποντας, κάτω απ’ την ολόκαυτη ζέση τ’ απέραντου μεσημεριού· τα κλειδιά ήταν απάνω· δίπλα της βρίσκονταν μια στολή κι ένα κράνος, ίδια μ’ αυτά του αναβάτη. Ο Αλέξης κοίταξε για λίγο τη μηχανή· στη συνέχεια του φάνηκε πως άκουσε φωνές· κάτι σα γυναικείο κελάηδισμα, σα γλυκός θρήνος, απλωνόταν πίσω απ’ τα βράχια και χανόταν μαζί με το γλυκό ήχο του φλοίσβου. Φόρεσε τη στολή και το κράνος, ανέβηκε στη μηχανή, την άναψε κι έκανε προς τα πίσω για να πάρει φόρα και να διασχίσει τα βράχια. Καθώς ερχόταν μ’ όλη του την ταχύτητα, του φάνηκε πως δίπλα απ’ τα βράχια διέκρινε ένα ακαθόριστο περίγραμμα, μια θολή και σκοτεινή μορφή, μα δεν έδωσε σημασία. Πράγματι ξεγλίστρησε μέσα απ’ τα βράχια σα στρόβιλος μαζί μ’ αυτά, για λίγο ένιωσε σαν πύρινος θεός, μα όπως στροβιλίζονταν η μηχανή του ‘φυγε απ’ τα χέρια και το σώμα του έσκασε πάνω στα κοφτερά βράχια  κουτρουβαλώντας προς τα κάτω και ρίφθηκε μ’ ορμητική δύναμη σ’ ένα τεράστιο, άγριο ποτάμι.

Η Μαρίνα άκουσε έναν τεράστιο κρότο, σαν κάποιος να ‘πεσε από ύψωμα σε νερό. Ταράχτηκε κι άρχισε να περιπλανιέται ανάμεσα στα δέντρα, ψάχνοντας από πού ήρθε ο θόρυβος, μα τα δέντρα και τα τοπία της φαίνονταν το ένα ίδιο με τ’ άλλο· άρχισε να βαδίζει πιο γρήγορα και στο τέλος έτρεχε τρομαγμένη χτυπώντας τα κλαριά και τις φυλλωσιές, μα κάθε βήμα που ‘κανε ήταν λες και το ‘κανε προς τα πίσω, γιατί τίποτα δεν άλλαζε κι όλα μέναν όπως είχαν. Κάποια στιγμή ένιωσε μια αφόρητη ζαλάδα λες και γύριζε γύρω απ’ τον εαυτό της και λιποθύμησε.

Εκεί που η απόλαυση έφτανε στην κορύφωσή της ο Ορέστης άνοιξε τα μάτια για να δει ότι οι πανέμορφες νεαρές κόρες είχαν αλλάξει σε σιχαμερές, παραμορφωμένες γριές με σαπισμένο δέρμα, χωρίς μάτια κι αυτιά, που γελούσαν ακατάπαυστα με το ξεδοντιασμένο βρώμικο στόμα τους που ‘ζεχνε· σε κάποιες ξεκολλιόταν το σαγόνι κα σ’ άλλες άλλα μέλη, που ‘σκαγαν στο χώμα. Ο Ορέστης άρχισε να ουρλιάζει, μα οι άγριοι, χωρίς κανένα ίχνος ανεμελιάς, τώρα είχαν γίνει σαρκοβόρα θηρία, έχοντας πάρει τις μορφές διάφορων ζώων με κόκκινα μάτια, τον κοίταζαν και γελούσαν δυνατά κι ακατάπαυστα, ενώ τα γαμψά νύχια των τερατόμορφων γριών τον ξέσκιζαν και τρέφονταν με το αίμα του, διασκεδάζοντας μέχρι θανάτου με το κουφάρι του.

Ξαφνικά ο ουρανός άλλαξε χρώμα, μαύρισε, άρχισε να βροντά και ν’ αστράφτει· μια φοβερή καταιγίδα από κόκκινο νερό, σαν αίμα, ξέσπασε. Ο Αλέξης προσπαθούσε να κολυμπά, να μην τον παρασύρει το ρεύμα του ποταμού, ενώ πονούσε απ’ το σύρσιμο στα βράχια, μα δεν το καταλάβαινε. Έφτασε ως ένα κλωνάρι, πιάστηκε κι άρχισε να σκαρφαλώνει το μεγάλο απόκρημνο, βραχώδη γκρεμό, για να βρεθεί πάνω απ’ τη χαράδρα. Όπως ακουμπούσε τα χέρια του στα βράχια, το κόκκινο νερό της βροχής έπεφτε ατέλειωτο πάνω του θολώνοντάς του το κράνος· σχεδόν μη βλέποντας τίποτα, κάποια στιγμή έκανε με το χέρι του να πιαστεί από ‘να βράχο μ’ αυτός είχε απάνω μια πρόκα, αλλά ανάποδα καρφωμένη με τη μύτη προς τα έξω, έτσι που διαπέρασε το χέρι του ολότελα από τη μια μεριά στην άλλη, πλημμυρίζοντας το στο αίμα, που όμως δε φαινόταν εξαιτίας του κόκκινου νερού της βροχής που έκανε τα πάντα να μοιάζουν ματωμένα, ως και τα βράχια. Ο Αλέξης δεν το κατάλαβε και συνέχισε να σκαρφαλώνει μα τ’ άλλο του χέρι έπεσε και κείνο πάνω σ’ ένα μεγάλο καρφί τρυπώντας το και χωρίς να καταλάβει γιατί και πώς έπεσε απ’ τα βράχια πίσω στο αφρισμένο ποτάμι και χάθηκε μέσα του. Καθώς βυθιζόταν για κάποιο λόγο ευτυχισμένος, η επιφάνεια άστραφτε και μέσα απ’ το νερό φαινόταν ένα πορφυρό ασήμι να ‘χει σκεπάσει τον ουρανό.

Η Μαρίνα ξύπνησε και προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της. Τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Τα δέντρα, τα λουλούδια, είχαν όλα καεί ολοσχερώς· το μόνο που ‘χε απομείνει ήταν η στάχτη τους, το τοπίο έβραζε σαν κόλαση κι αυτή η ακατάσχετη λάβρα δημιουργούσε μια πνιγερή κι ανυπόφορη πύρινη ατμόσφαιρα που δε μπορούσες να διακρίνεις τίποτα πέρα από κάποιο σημείο· όλα ήταν ωχροκίτρινη σκόνη. Ένας δυνατός, πύρινος μουσώνας φύσηξε κι ένιωσε να της καίγονται τα μάγουλα κι οι ώμοι κι ολόκληρη ν’ ανάβει και να παίρνει φωτιά. Τα μαλλιά της από μελαχρινά γίναν χρυσά, πυρόξανθα, χολωμένα· η σάρκα έφυγε απ’ το πρόσωπο της κι έμειναν καψαλισμένα μαύρα κόκκαλα ενώ τ’ άκρα της ήταν πυρωμένα. Με τ’ αριστερό χέρι κρατούσε ένα πυρωμένο μαστίγιο, που δεν ήξερε πως βρέθηκε στα χέρια της· όταν γύρισε το κεφάλι είδε έναν μαύρο, σκελετωμένο, μα θεριεμένο πήγασο που τον κατατρώγαν σκουλήκια, να ‘χει αρπάξει φωτιά και να χλιμιντρίζει εξαγριωμένος· ένιωθε πως την καλεί. Ανέβηκε πάνω στο πλάσμα και πέταξαν, κανείς ως σήμερα δεν ξέρει προς ποιους τόπους και πολιτείες.



Ο Ορέστης ξύπνησε καταϊδρωμένος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Κοίταξε την ώρα. Ήταν τρεις παρά μεσάνυχτα κι η μητέρα της Μαρίνας του ‘χε κάνει έξι κλήσεις. Γύρισε προς το μέρος τους, μα δεν υπήρχε κανείς. Ήταν μόνος του στο δωμάτιο. Ταραγμένος, άνοιξε το παράθυρο· απ’ έξω είδε να ξεχύνεται η μαύρη άβυσσος, όπου κάθε λογής πνιγμένοι πάλευαν με τους πύρινους δαίμονες που τους κυνηγούσαν. Δίπλα απ’ το περβάζι βρήκε ένα όπλο. Το κοίταξε για λίγο κλαίγοντας· στη συνέχεια το άρπαξε και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Ξύπνησε πάλι στην έρημο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου